- προς-απο-κρίνομαι
προς-απο-κρίνομαι, noch dazu od. mehr antworten, Plat. Euthyd. 296 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απο-κρίνομαι, noch dazu od. mehr antworten, Plat. Euthyd. 296 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek