- ποιητρίς
ποιητρίς, ίδος, ἡ, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιητρίς, ίδος, ἡ, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιητρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ποιητής … Dictionary of Greek
ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… … Dictionary of Greek