- πλεθριαῖος
πλεθριαῖος, von der Größe des πλέϑρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεϑριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεθριαῖος, von der Größe des πλέϑρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεϑριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεθριαίος — α, ο / πλεθριαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μεδιμν ιαίος)] … Dictionary of Greek
πλεθριαῖον — πλεθριαῖος of the size of a masc acc sg πλεθριαῖος of the size of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαῖαι — πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαῖοι — πλεθριαῖος of the size of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαία — πλεθριαί̱ᾱ , πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc/acc dual πλεθριαί̱ᾱ , πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεθραίος — αία, ον, Α [πέλεθρον] πλεθριαίος … Dictionary of Greek
πλεθριαίαν — πλεθριαί̱ᾱν , πλεθριαῖος of the size of a fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαίοις — πλεθριαί̱οις , πλεθριαῖος of the size of a masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαίους — πλεθριαί̱ους , πλεθριαῖος of the size of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεθριαίῳ — πλεθριαί̱ῳ , πλεθριαῖος of the size of a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)