- ποιμένιον
ποιμένιον, τό, poet. statt ποίμνιον, Opp. Cyn. 3, 264. 4, 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμένιον, τό, poet. statt ποίμνιον, Opp. Cyn. 3, 264. 4, 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμένιον — neut nom/voc/acc sg ποιμένιος masc acc sg ποιμένιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένιον — τό, Α [ποιμήν, μένος] (ποιητ. τ.) ποίμνιο … Dictionary of Greek
ποιμενίου — ποιμένιον neut gen sg ποιμένιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίων — ποιμένιον neut gen pl ποιμένιος fem gen pl ποιμένιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενίῳ — ποιμένιον neut dat sg ποιμένιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek