- ποιμάν
ποιμάν, ὁ, dor. statt ποιμήν, Theocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμάν, ὁ, dor. statt ποιμήν, Theocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμάν — ποιμά̱ν , ποιμάν masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμάν — άνος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ποιμένας … Dictionary of Greek
MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… … Hofmann J. Lexicon universale
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ποιμαντορία — η, ΝΜ η καθοδήγηση πιστών από πνευματικό ή θρησκευτικό ηγέτη, η πνευματική καθοδήγηση νεοελλ. το αξίωμα τού αρχιερέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ποιμάν τωρ, τορος (< ποιμαίνω + επίθημα τωρ) + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τηνόθι — Α επίρρ. σ εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ αἱ βοτάναι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. αυτό θι] … Dictionary of Greek