- πλινθηδόν
πλινθηδόν, adv., nach Art, Gestalt eines Ziegels, Her. 2, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθηδόν, adv., nach Art, Gestalt eines Ziegels, Her. 2, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθηδόν — brick fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθηδόν — ΜΑ μσν. (για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίου αρχ. κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πινακ ηδόν)] … Dictionary of Greek