- πλινθ-ουλκός
πλινθ-ουλκός, Ziegel streichend, Poll. 7, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθ-ουλκός, Ziegel streichend, Poll. 7, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρουλκός — κηρουλκός, όν (Α) αυτός που επιφέρει καταστροφή, ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο ελκός με συναίρεση < κηρο (< κήρ [Ι]) + ελκός (< έλκω), πρβλ. πλινθ ουλκός, φωτ ουλκός] … Dictionary of Greek