- πλινθουργός
πλινθουργός, Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθουργός, Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθουργός — brickmaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουργός — ο, ΝΑ τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek
πλινθουργοί — πλινθουργός brickmaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
πλινθευτής — ὁ, Α [πλινθεύω] αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός … Dictionary of Greek
πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] … Dictionary of Greek
πλινθοποιός — ο, ΝΑ ιδιοκτήτης πλινθοποιείου ή τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ποιός*] … Dictionary of Greek
πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία … Dictionary of Greek
πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο … Dictionary of Greek
πλινθουργώ — έω, Α [πλινθουργός] κατασκευάζω πλίνθους, πλινθοποιώ … Dictionary of Greek
πλινθουργῶν — πλινθουργέω make bricks pres part act masc nom sg (attic epic doric) πλινθουργός brickmaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)