- πλινθιακός
πλινθιακός, zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινϑευτής, Diog. L. 4, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθιακός, zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινϑευτής, Diog. L. 4, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] … Dictionary of Greek
πλινθιακούς — πλινθιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)