- ποιμανδρία
ποιμανδρία, ἡ, ein ländliches Gefäß, Melkeimer, Lyc. 326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμανδρία, ἡ, ein ländliches Gefäß, Melkeimer, Lyc. 326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμανδρία — ποιμανδρίᾱ , ποιμανδρία milk pail fem nom/voc/acc dual ποιμανδρίᾱ , ποιμανδρία milk pail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμανδρία — ἡ, Α επίμηκες ποιμενικό αγγείο κατάλληλο για την υποδοχή τού γάλακτος κατά το άρμεγμα, η καρδάρα … Dictionary of Greek
ποιμανδρίαν — ποιμανδρίᾱν , ποιμανδρία milk pail fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek