- ποιμνικός
ποιμνικός, = ποιμενικός, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμνικός, = ποιμενικός, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμνικός — ή, όν, Α [ποίμνη] ποιμενικός … Dictionary of Greek
ποιμνικῶν — ποιμνικός fem gen pl ποιμνικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ՀՈՎՈՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0122 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. ποιμενικός, ποιμνικός, ποιμαντικός, ποιμένιος pastoralis, pastoritius. Որ ինչ ա՛նկ է հովուի, եւ հովուութեան. եւ Առաջնորդական. եպիսկոպոսական. *Հովուական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)