πλεξείω, desiderat. zu πλέκω, Hdn. epimer. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεξείω — Α εφετ. τ. τού πλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ τού πλέκω + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
φευξείω — Α (ποιητ. τ.) φευκτιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)] … Dictionary of Greek