- προς-απο-φράσσω
προς-απο-φράσσω, attisch -ττω, noch dazu versperren od. verstopfen, D. Cass. 42, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απο-φράσσω, attisch -ττω, noch dazu versperren od. verstopfen, D. Cass. 42, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek