- πηγανόεις
πηγανόεις, εσσα, εν, von Raute, Nic. Al. 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγανόεις, εσσα, εν, von Raute, Nic. Al. 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγανόεις — εσσα, εν, Α φρ. «πηγανόεντες ὄραμνοι» κλαδιά, βλαστάρια από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πηγανόεντας — πηγανόεις of rue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)