- ποιμασία
ποιμασία, ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμασία, ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιμασία — ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc/acc dual ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμασία — ἡ, Α φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξη («ποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. σία] … Dictionary of Greek