- πλεγματεύω
πλεγματεύω, Flechtwerk machen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεγματεύω, Flechtwerk machen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεγματεύω — Α [πλέγμα, ατος] (κατά τον Ησύχ.) 1. κατασκευάζω πλέγματα 2. μέσ. πλεγματεύομαι «συμπλέκομαι» … Dictionary of Greek