- ποικιλο-δέρμων
ποικιλο-δέρμων, = Vorigem, Eur. I. A. 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλο-δέρμων, = Vorigem, Eur. I. A. 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχυδέρμων — τραχύδερμον, Α τραχύδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. ποικιλο δέρμων] … Dictionary of Greek