ποικιλο-τερπής

ποικιλο-τερπής

ποικιλο-τερπής, ές, auf mannichfaltige Art oder durch Mannichfaltigkeit ergötzend, Antp. Th. 28 (IX, 517).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοτερπής — ἰσοτερπής, ές (Μ) αυτός που παρέχει ίση τέρψη, ίση ικανοποίηση, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • κακοτερπής — κακοτερπής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται με το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. νεο τερπής, ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτερπής — ές, Μ στολισμένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τερπής (< τέρπω «ευχαριστώ»), πρβλ. ποικιλο τερπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”