- ποικιλό-θροος
ποικιλό-θροος, mit mannichfaltigen Stimmen, Tönen, οἰωνοί, p. bei Plut. de amore prolis 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-θροος, mit mannichfaltigen Stimmen, Tönen, οἰωνοί, p. bei Plut. de amore prolis 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
ποικολόθρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλο θρόισμα («πτερὰ ποικιλοθρόων οἰωνῶν», Λυρ. Αδέσπ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόος (θροῦς «θόρυβος» (πρβλ. πολύ θρους)] … Dictionary of Greek