- ποικιλό-γραμμος
ποικιλό-γραμμος, mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-γραμμος, mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόγραμμος — μελανόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομό γραμμος, ποικιλό… … Dictionary of Greek