- ποικιλό-χρωμος
ποικιλό-χρωμος, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-χρωμος, = Vorigem (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόχρωμος — η, ο ομοιόχρωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
μυόχρωμος — μυόχρωμος, ον (Α) μυόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος] … Dictionary of Greek
σιδηρόχρωμος — η, ο, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλό χρωμος] … Dictionary of Greek