- ποικιλό-τευκτος
ποικιλό-τευκτος, bunt, künstlich verfertigt, mit mannichfaltiger Kunst gearbeitet, ϑέσις κύβων, Agath. 72 (IV, 482).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-τευκτος, bunt, künstlich verfertigt, mit mannichfaltiger Kunst gearbeitet, ϑέσις κύβων, Agath. 72 (IV, 482).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαρότευκτος — καθαρότευκτος, ον (Μ) κατασκευασμένος άμεμπτα, με τελειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, ποικιλό τευκτος] … Dictionary of Greek
μελισσότευκτος — μελισσότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek
νεότευκτος — η, ο (Α νεότευκτος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευκτος (< τεύχω… … Dictionary of Greek