- ποικιλό-στικτος
ποικιλό-στικτος, bunt gefleckt, gesprenkelt, Ath. VII, 305 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-στικτος, bunt gefleckt, gesprenkelt, Ath. VII, 305 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
παντόστικτος — ον, Μ γεμάτος στίγματα, κατάστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
πολύστικτος — η, ο / πολύστικτος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά στίγματα, κατάστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
πυκνόστικτος — ον, Α αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek