- πλειόνως
πλειόνως, adv. von πλείων, mehr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειόνως, adv. von πλείων, mehr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειόνως — ΜΑ επίρρ. βλ. πλείων … Dictionary of Greek
πλειόνως — πλείων more adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
πλεόνως — Α επίρρ. βλ. πλειόνως … Dictionary of Greek
τοσαυταπλειόνως — Α επίρρ. τόσο περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλειόνως (< πλείων, ονος)] … Dictionary of Greek