- πλειότερος
πλειότερος, ion. u. ep. compar. von πλεῖος, voller, Od. 11, 359; dah. reicher, begüterter, Nic. Th. 119 Arat. 644.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειότερος, ion. u. ep. compar. von πλεῖος, voller, Od. 11, 359; dah. reicher, begüterter, Nic. Th. 119 Arat. 644.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειότερος — πλέως full masc nom comp sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] … Dictionary of Greek