πλεκτικός

πλεκτικός

πλεκτικός, zum Flechten gehörig, damit beschäftigt; τέχναι, Plat. Legg. III, 679 c; καὶ τεκτονική, Polit. 288 d; Sp., auch adv., Schol. Opp. Hal. 2, 376; – zum Verwickeln geneigt, Epicur. bei D. L. 10. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλεκτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικός — ή, ό / πλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, πλεχτικός, ή, ό, Ν [πλεκτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο 2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική η τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτικῶν — πλεκτικός of fem gen pl πλεκτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικόν — πλεκτικός of masc acc sg πλεκτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικαί — πλεκτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικῇ — πλεκτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτική — πλεκτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικήν — πλεκτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτικῶς — πλεκτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεχτικός — ή, ό, Ν βλ. πλεκτικός …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՐԱՄԱՆԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0471 Chronological Sequence: Unknown date ա. πλεκτικός complicatorius. Որ ինչ լինի շարամանութեամբ. *Ստեղծական արհեստքն (որպէս բրտի), եւ որչափ շարամանականքն՝ ոչ կարօտնան երկաթոյ. Պղատ. օրին. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”