- πλειστηρίζομαι
πλειστηρίζομαι, Einen der Sache wegen am meisten anklagen, Etwas als hauptsächlichste Ursache wovon angeben, Aesch. Ch. 1026, καὶ φίλτρα τόλμης τῆςδε πλειστηρίζομαι τὸν Λοξίαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειστηρίζομαι, Einen der Sache wegen am meisten anklagen, Etwas als hauptsächlichste Ursache wovon angeben, Aesch. Ch. 1026, καὶ φίλτρα τόλμης τῆςδε πλειστηρίζομαι τὸν Λοξίαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλειστηρίζομαι — name as chief pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηρίζομαι — Α [πλειστήρης] (ποιητ. τ.) 1. θεωρώ κάτι ως σημαντικό 2. (κατ επέκτ.) καυχώμαι για κάτι («καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek