πηγυλίς

πηγυλίς

πηγυλίς, , reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηγυλίς — frozen fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγυλίς — ίδος, ή, Α 1. η πάχνη 2. ο πάγος, ο παγετός 3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + επίθημα υλίς (πρβλ. πιδ υλίς)] …   Dictionary of Greek

  • πηγυλίδα — πηγυλίς frozen fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγυλίδας — πηγυλίς frozen fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγυλίδες — πηγυλίς frozen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγυλίσιν — πηγυλίς frozen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - —     pā̆ k̂ and pā̆ ĝ     English meaning: to repair, strengthen     Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”