πλευρίτης

πλευρίτης

πλευρίτης, , zur Seite, Rippe gehörig, auf, an der Seite, Sp..


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλευρίτης — πλευρί̱της , πλευρίτης connected with ribs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. η πλευρίτιδα αρχ. αυτός που βρίσκεται στην πλευρά ή δίπλα στην πλευρά («σπονδύλους πλευρίτας», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. ίτης (πρβλ. σπλην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτας — πλευρί̱τᾱς , πλευρίτης connected with ribs masc acc pl πλευρί̱τᾱς , πλευρίτης connected with ribs masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλευριτώνω — Ν [πλευρίτης] 1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις») 2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει 3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα β) προσβάλλομαι από… …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτιδα — πλευρίτιδα, η και πλευρίτης, ο αρρώστια που οφείλεται σε φλεγμονή του υπεζωκότα (του λεπτού περιβλήματος του πνεύμονα) και που συνοδεύεται από πυρετό: Ξηρή, υγρή, πυώδης πλευρίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευρίτην — πλευρί̱την , πλευρίτης connected with ribs masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρίτου — πλευρί̱του , πλευρίτης connected with ribs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”