- πλευρο-τυπής
πλευρο-τυπής, ές, die Seiten, Rippen schlagend, κέλαδος, Mel. 72 (XII, 137), des Hahns.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρο-τυπής, ές, die Seiten, Rippen schlagend, κέλαδος, Mel. 72 (XII, 137), des Hahns.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] … Dictionary of Greek