- πλευρικός
πλευρικός, zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρικός, zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη. 2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος. 3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευρικά — πλευρικός of neut nom/voc/acc pl πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc/acc dual πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικῶν — πλευρικός of fem gen pl πλευρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικόν — πλευρικός of masc acc sg πλευρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικοί — πλευρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικοῦ — πλευρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικούς — πλευρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικήν — πλευρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)