ποιπνύω

ποιπνύω

ποιπνύω, eigtl. schnaufen, vor Hast, Eile außer Athem kommen, dah. übh. eilen, sich rühren und tummeln, eifrig, geschäftig sein, sichs angelegen sein, sauer werden lassen; Il. 8, 219. 14, 155 Od. 3, 430, bes. von der athemlosen Eile des Dieners, Il. 1, 600. 18, 421; dah. mit Emsigkeit, geschäftig aufwarten, 24, 475, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι, eilig segt das Haus, Od. 20, 149; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1398 Qu. Sm. 11, 322. 13, 352. – Selten trans., mit Eifer bedienen, sorgfältig hegen, in Ehren halten, ποιπνύων ἐμὰν χάριν, Pind. P. 10, 64. – Es scheint nicht mit πονέω, sondern mit πνέω, πέπνυμαι zusammenzuhangen, eigtl. vor Anstrengung u. Eile keuchen, schnaufen, vgl. Buttm. Lexil. 1 p. 176. – ist im praes., wenn die folgende Sylbe kurz ist, kurz, wenn sie lang ist, lang; in allen andern tempp. lang.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιπνύω — ποιπνύ̱ω , ποιπνύω bustle about pres subj act 1st sg ποιπνύ̱ω , ποιπνύω bustle about pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιπνύω — Α (επικ. τ.) 1. τρέχω εδώ κι εκεί, πηγαινοέρχομαι βιαστικά 2. (ιδίως για θεράποντες) προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον, τόν διακονώ 3. (με αιτ.) ασχολούμαι με επιμέλεια, καταγίνομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ενεστ. με εκφραστικό… …   Dictionary of Greek

  • περιποιπνύεσκον — περιποιπνύ̱εσκον , περί ποιπνύω bustle about imperf ind act 3rd pl (epic ionic) περιποιπνύ̱εσκον , περί ποιπνύω bustle about imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποίπνυον — περιποίπνῡον , περί ποιπνύω bustle about imperf ind act 3rd pl (epic ionic) περιποίπνῡον , περί ποιπνύω bustle about imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιπνύει — ποιπνύ̱ει , ποιπνύω bustle about pres ind mp 2nd sg ποιπνύ̱ει , ποιπνύω bustle about pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιπνύεσκον — ποιπνύ̱εσκον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ποιπνύ̱εσκον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιπνύοντα — ποιπνύ̱οντα , ποιπνύω bustle about pres part act neut nom/voc/acc pl ποιπνύ̱οντα , ποιπνύω bustle about pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιπνύσαντα — ποιπνύ̱σαντα , ποιπνύω bustle about aor part act neut nom/voc/acc pl ποιπνύ̱σαντα , ποιπνύω bustle about aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίπνυον — ποίπνῡον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ποίπνῡον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποίπνυον — ἐποίπνῡον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 3rd pl ἐποίπνῡον , ποιπνύω bustle about imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταποιπνύω — (Α) υπηρετώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποιπνύω «θεραπεύω, υπηρετώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”