- πομφολυγίζω
πομφολυγίζω, = πομφολυγέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πομφολυγίζω, = πομφολυγέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πομφολυγίζω — Α [πομφόλυξ, υγος] κοχλάζω, παφλάζω όπως το ζεστό νερό … Dictionary of Greek
πομφολυγίζῃ — πομφολυγίζω bubble up pres subj mp 2nd sg πομφολυγίζω bubble up pres ind mp 2nd sg πομφολυγίζω bubble up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγίσῃ — πομφολυγίζω bubble up aor subj mid 2nd sg πομφολυγίζω bubble up aor subj act 3rd sg πομφολυγίζω bubble up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγίζειν — πομφολυγίζω bubble up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφολυγίζοντος — πομφολυγίζω bubble up pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)