- πομφολυγηρός
πομφολυγηρός, Blasen werfend, machend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πομφολυγηρός, Blasen werfend, machend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πομφολυγηρός — ά, όν, Α [πομφόλυξ, υγος] 1. αυτός που αναδίδει πομφόλυγες, φουσκάλες 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πομφολυγηρόν είδος εμπλάστρου που περιέχει οξείδιο ψευδαργύρου … Dictionary of Greek