- πλατάσσω
πλατάσσω, mit zwei breiten, flachen, zusammengeschlagenen Körpern ein Geräusch machen, klappern, klatschen, Suid. u. Schol. Theocr. 11, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατάσσω, mit zwei breiten, flachen, zusammengeschlagenen Körpern ein Geräusch machen, klappern, klatschen, Suid. u. Schol. Theocr. 11, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατάσσω — Α παράγω κρότο χτυπώντας μεταξύ τους δύο επίπεδα και πλατιά σώματα, πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλαταγῶ (πρβλ. πατάσσω: παταγῶ)] … Dictionary of Greek
πλατάγην — πλατάσσω slap aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πλατάσσω slap aor ind pass 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταγῇ — πλατάσσω slap aor subj pass 3rd sg πλαταγέω clap the hands pres subj mp 2nd sg πλαταγέω clap the hands pres ind mp 2nd sg πλαταγέω clap the hands pres subj act 3rd sg πλαταγή rattle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταγῶ — πλατάσσω slap aor subj pass 1st sg (attic epic doric) πλαταγέω clap the hands pres subj act 1st sg (attic epic doric) πλαταγέω clap the hands pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάγη — πλατάσσω slap aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πλαταγέω clap the hands pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάσσειν — πλατάσσω slap pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плясать — пляшу, пляс, пляска, др. русск. плясати, ст. слав. плѩсати ὀρχεῖσθαι (Остром., Мар., Еuсh. Sin.), плѩсьць ὀρχηστής (Супр.), болг. диал. плеша (Младенов 429), сербохорв. плѐсати, пле̏ше̑м, словен. plẹsati, plẹšem, чеш. plesati, plesam плясать,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… … Dictionary of Greek