- προς-απ-αγγέλλω
προς-απ-αγγέλλω, außerdem verkünden, ansagen; Xen. Hell. 4, 3, 1; D. Sic. 11, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απ-αγγέλλω, außerdem verkünden, ansagen; Xen. Hell. 4, 3, 1; D. Sic. 11, 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek