- πλατιάζω
πλατιάζω, nach Phot. τὸ πλατείᾳ χειρὶ παῖσαι, aus Pherecrat., Mein. vermuthet πλατειάζω. – Auch dor. = πλησιάζω, Archyt. bei Stob. ecl. phys. 80, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατιάζω, nach Phot. τὸ πλατείᾳ χειρὶ παῖσαι, aus Pherecrat., Mein. vermuthet πλατειάζω. – Auch dor. = πλησιάζω, Archyt. bei Stob. ecl. phys. 80, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατιάζω — Α (δωρ. τ.) βλ. πλησιάζω … Dictionary of Greek
πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ … Dictionary of Greek