- πλατειασμός
πλατειασμός, ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατειασμός, ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατειασμός — και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ [πλατειάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλατειάζω, η επέκταση τού λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία αρχ. η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων … Dictionary of Greek
πλατειασμός — ο περιττολογία, πολυλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατυασμός — ο, Ν βλ. πλατειασμός … Dictionary of Greek