πλατύ-καρφος

πλατύ-καρφος

πλατύ-καρφος, breitzweigig, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατύκαρφος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει πλατιά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κάρφος «άχυρο, ράβδος, ξύλινο στέλεχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”