- προς-απ-εκ-δύομαι
προς-απ-εκ-δύομαι (s. δύω), pass., sich noch dazu ausziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-απ-εκ-δύομαι (s. δύω), pass., sich noch dazu ausziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
deu-1 — deu 1 English meaning: to plunge, to penetrate into Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen” Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… … Proto-Indo-European etymological dictionary