- πλατύ-σχιστος
πλατύ-σχιστος, breit gespalten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-σχιστος, breit gespalten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύσχιστος — ον, Α (για φύλλο) αυτός που έχει πλατιές, μεγάλες σχισμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek