πλατυ-ώνυχος

πλατυ-ώνυχος

πλατυ-ώνυχος, breitnägelig, breithusig, plat. def. 415 e; S. Emp. pyrrh. 2, 28; die Form πλατυόνυχος ist schlecht, D. L.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατυώνυχος — ον, ΜΑ (για πρόσ. και για ζώα) αυτός που έχει πλατιά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ώνυχος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ποδώνυχος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που φτάνει ώς στα νύχια τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. πλατυ ώνυχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”