- πλατυ-θάλασσος
πλατυ-θάλασσος, mit breitem Meere, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυ-θάλασσος, mit breitem Meere, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυθάλασσος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει πλατιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek