πλατυκός

πλατυκός

πλατυκός, breit, weitläuftig, Paul. Aeg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατυκός — ή, όν, ΜΑ βλ, πλατικός …   Dictionary of Greek

  • πλατικός — και δ. γρφ. πλατυκός, ή, όν, ΜΑ [πλάτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό πλάτος 2. λεπτομερής, διεξοδικός («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.) 3. μτφ. (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) ευρύς, γενικός («πλατικὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”