πλατυ-όφθαλμος

πλατυ-όφθαλμος

πλατυ-όφθαλμος, 1) breit-, weitäugig. – 2) akt., die Augen erweiternd, Sp.; τὸ πλατ., ein Kraut, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατυόφθαλμος — η, ο / πλατυόφθαλμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”