πλατυσμάτιον

πλατυσμάτιον

πλατυσμάτιον, τό, dim. vom Vorigen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατυσμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυσματίου — πλατυσμάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυσματίῳ — πλατυσμάτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυσμάτιο — το / πλατυσμάτιον, ΝΑ [πλάτυσμα] νεοελλ. (θερμοδυν.) πλατύ μεταλλικό στέλεχος, κατασκευασμένο από εύτηκτο κράμα το οποίο κατά την υπερθέρμανση ενός λέβητα τήκεται και επιτρέπει τη διαφυγή τού ατμού στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”