- πλατυ-πόρφυρος
πλατυ-πόρφυρος, mit breitem Purpurstreifen od. -saume, ἱμάτιον, Archipp. bei Poll. 7, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυ-πόρφυρος, mit breitem Purpurstreifen od. -saume, ἱμάτιον, Archipp. bei Poll. 7, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυπόρφυρος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή ταινία ή αυτός που έχει πλατιά παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πορφυρός] … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πλατυαλουργής — ές, Α αυτός που έχει πλατιά πορφυρή παρυφή («πλατυαλουργὲς ἱμάτιον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ἁλουργής «πορφυρός, βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα»] … Dictionary of Greek