- πλασματίας
πλασματίας, ὁ, erdichtet, lügenhaft; λόγος, Arist. gen. anim. 4, 3, u. sonst. Auch der Erdichter, Lügenfreund, Plut. Camill. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλασματίας, ὁ, erdichtet, lügenhaft; λόγος, Arist. gen. anim. 4, 3, u. sonst. Auch der Erdichter, Lügenfreund, Plut. Camill. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλασματίας — πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc nom sg (attic epic doric aeolic) πλασματίᾱς , πλασματίης masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματίας — ὁ, Α 1. πλαστός, ψεύτικος 2. αυτός που είναι επιρρεπής στις επινοήσεις και στα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
πλασματίαν — πλασματίᾱν , πλασματίας fabricated masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίας fabricated masc acc sg πλασματίᾱν , πλασματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)