πλαστο-γράφος

πλαστο-γράφος

πλαστο-γράφος, Schriften verfälschend, nachahmend; Man. 2, 305. 4, 75; Artemid. 1, 52.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • σκαιογραφώ — έω, Μ γράφω με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. πλαστο γραφώ, ταχυ γραφώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”