πλαστικός

πλαστικός

πλαστικός, zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, sc. τέχνη, die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαστικός — fit for moulding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …   Dictionary of Greek

  • πλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει ή πλάθεται: Πλαστικές ύλες, εύπλαστες ύλες, πλαστική εγχείρηση. 2. αυτός που έχει αρμονικές αναλογίες, αγαλματένιος. 3. το θηλ. ως ουσ., πλαστική, η η τέχνη του πλάστη, του τεχνίτη αγαλμάτων, αγγείων κτλ.: Η πλαστική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστικά — πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc pl πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc/acc dual πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικώτερον — πλαστικός fit for moulding adverbial comp πλαστικός fit for moulding masc acc comp sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικῶν — πλαστικός fit for moulding fem gen pl πλαστικός fit for moulding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικόν — πλαστικός fit for moulding masc acc sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικαί — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικοῖς — πλαστικός fit for moulding masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικοί — πλαστικός fit for moulding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστικούς — πλαστικός fit for moulding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”